Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

ΤΑ «ΟΛΥΜΠΙΑ» ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ

(4η συνέχεια)

Ôá áñ÷áßá ïëõìðéêÜ áãùíßóìáôá

Τα αθλητικά αγωνίσματα, όχι μόνο αυτά που αναπτύχθηκαν στην αρχαία Ελλάδα, αλλά και όπου αλλού υπήρξε αθλητική παράδοση ήταν στην τέλεσή τους προσομοιώσεις με το στοιχείο της άμιλλας στρατιωτικής εκπαίδευσης και πολεμικών ικανοτήτων. Από την άλλη μεριά στις πανάρχαιες ρίζες τους ήταν συνυφασμένοι με τη θρησκευτική λατρεία και με νεκρικά, ταφικά έθιμα. Οι Ρωμαίοι πιο πρακτικοί από όλους τα ξεχώρισαν από τη θρησκευτική λατρεία, θέτοντας το αιματηρό αποτέλεσμα στην έκβαση της μονομαχίας ως ζητούμενο στην υπηρεσία του “άρτου και θεάματος”.
Η κουλτούρα του κάθε λαού ήταν αυτή που προσέδιδε στο αθλητικό αγώνισμα τον βαθμό προσομοίωσης με πραγματικό πολεμικό συμβάν. Για παράδειγμα τα αθλήματα και τα αγωνίσματα που καθιερώθηκαν στον ελληνικό χώρο ήταν αναίμακτη έκφραση ευγενικής άμιλλας των αντιπάλων και στις όσες περιπτώσεις υπήρξε ατύχημα αγωνιζομένου και μάλιστα θανατηφόρου ενός από τους αντιπάλους τούτο οφειλόταν κυρίως σε τυχαία συγκυρία.

Αν οι κριτές διαπίστωναν ηθελημένη ενέργεια αθλητή που αποσκοπούσε στη φυσική εξόντωση του αντιπάλου, ο δράστης θεωρούταν δολοφόνος και τιμωρούταν παραδειγματικά. Ραβδοφόροι επιτηρούσαν τους αγώνες που υπήρχε σωματική επαφή (πάλη, πυγμαχία και παγκράτιο) και χτυπούσαν τους αθλητές που παρέβαιναν τους κανονισμούς θέτοντας, με τον τρόπο που αγωνίζονταν, σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα των αντιπάλων τους. Υπάρχει, μάλιστα, και το “δεδικασμένο” να ανακηρυχθεί νικητής ολυμπιονίκης παγκρατιστής, που δέχτηκε ηθελημένο θανατηφόρο χτύπημα και ο φονιάς του να αποπεμφθεί από την Ολυμπία με το στίγμα του δολοφόνου και να τιμωρηθεί με ισόβιο αποκλεισμό από κάθε αθλητική και θρησκευτική εκδήλωση όπου γης Ελλήνων, ενώ σημαδεύτηκε και με την αρά (κατάρα) των Θεών.
Ωστόσο, είναι σχήμα οξύμωρο, το ότι κατά μία από τις εκδοχές για την καθιέρωση των αρχαίων Ολυμπικών Αγώνων στη βάση του μύθου υπάρχει δολοφονία. Είναι η αρματοδρομία ανάμεσα στον βασιλέα της Πίσας τον Οινόμαο και τον Πέλοπα, που διεκδικούσε την κόρη του βασιλιά την Ιπποδάμεια για γυναίκα του. Ο Οινόμαος νικούσε τους επίδοξους γαμπρούς του στην αρματοδρομία και τους αποκεφάλιζε· αυτός ήταν ο όρος του αγώνα: «ή με νικάς και παίρνεις την κόρη μου για γυναίκα σου, ή σε νικώ και σε αποκεφαλίζω!»
Ο Πέλοπας δωροδόκησε τον ηνίοχο του Οινόμαου τον Μυρτίλο να βγάλει τη σφήνα από τους τροχούς της άμαξας με αποτέλεσμα το άρμα να ανατραπεί και ο Οινόμαος να σκοτωθεί. Μετά ο Πέλοπας σκότωσε και τον Μυρτίλο για να μην τον εκβιάζει και παντρεύτηκε την Ιπποδάμεια.
Σε ανάμνηση της νίκης του ίδρυσε τα Ολύμπια και η Ιπποδάμεια τα Ήραια, τους αντίστοιχους αγώνες (με μοναδικό αγώνισμα τον δρόμο ενός σταδίου για γυναίκες. Αυτά λέει η Μυθολογία.
Στην ιστορική πορεία των αρχαίων Ολυμπικών Αγώνων οι Αγώνες ήταν γιορτή, όπου ο νικητής αποθεωνόταν και ο ηττημένος εισέπραττε το μερίδιο της φήμης που δικαιούταν εφ’ όσον είχε επιδείξει το πρέπον αθλητικό πνεύμα συμμετέχοντας κι αυτός στην αποθέωση του νικητή του… Και  έτσι συνέβαινε τις περισσότερες φορές, εκτός από τις λίγες, όπου ο νικητής είχε διεκδικήσει τον κότινο με όχι τίμια μέσα και τούτο αποδεικνυόταν. Οι λίγοι “Ζάνες”, τα αγαλματίδια που υποχρεώνονταν να αναρτήσουν στον περίβολο της Άλτης οι αθλητές των οποίων είχε αφαιρεθεί ο τίτλος του νικητή για λόγους που είχαν να κάνουν με τους πλάγιους τρόπους χάρη στους οποίους είχαν νικήσει.
Στους πρώτους ιστορικούς και ιστορημένους Αγώνες στην Ολυμπία, που διεξήχθησαν στα 776 π.κ.χ. καταγράφηκε στα αρχεία του ιερατείου της Ήλιδας ένα και μοναδικό αγώνισμα. Ο Στάδιος δρόμος, δηλαδή αγώνας ταχύτητας σε μήκος απόστασης ενός σταδίου και η διάρκειά της διοργάνωσης ήταν μόλις μία μέρα μέσα στην οποία χωρούσαν εκτός από τη διεξαγωγή του αγωνίσματος και οι σχετικές θρησκευτικές τελετές, καθώς και η απαραίτητη ζωοπανήγυρη, στα πλαίσια της οποίας διεξαγόταν και το μοναδικό αγώνισμα.
Φυσικά δεν επρόκειτο για πανελλήνιας εμβέλειας διοργάνωσης, αλλά καθαρά τοπικής, ενώ η περίφημη εκεχειρία, ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία στην ιδεολογία του Ολυμπισμού προστέθηκε αργότερα. Σύμφωνα με μαρτυρίες αρχαίων ιστορικών η εκεχειρία ήταν αυτή ακριβώς, μπορεί και αντίστροφα, που οδήγησε στη σύσταση των αγώνων της Ολυμπίας και την ανακήρυξη της περιοχής ως απαραβίαστης από επιθετικές ενέργειες. Αυτό συνάγεται από την αναφορά στο κείμενο που αναγραφόταν στον δίσκο του Ιφύτου, ο οποίος, ωστόσο στους μεταγενέστερους ιστορικούς χρόνους  είχε ήδη χαθεί με συνέπεια η ύπαρξή του να βρίσκεται κάπου μεταξύ θρύλου και γεγονότος. Η ουσία είναι, πάντως, ότι η ανά τετραετία κήρυξη των Αγώνων επέβαλλε την υποχρεωτική διακοπή των εχθροπραξιών για όσο κρατούσαν οι Αγώνες, ενώ ήταν μια καλή ευκαιρία στη διάρκειά τους οι εμπόλεμες ελληνικές πόλεις να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις ανακωχής και ειρήνευσης…
Να ακόμα ένας λόγος που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αναγκαιότητα η επιμήκυνση της διάρκειάς τους με την προσθήκη και άλλων αθλημάτων, ώστε να δίνεται περισσότερος χρόνος στους διαπραγματευόμενους. Όχι, βέβαια ότι ήταν ο πραγματικός λόγος της προοδευτικής αύξησης του αριθμού των αγωνισμάτων αυτός, καθώς και της διάρκειας της διοργάνωσης από τη μία μέρα στις πέντε, αλλά σίγουρα συνέβαλλε.
Το αγώνισμα, λοιπόν, του Σταδίου δρόμου ήταν το πρώτο αγώνισμα των Ολυμπικών Αγώνων και το μοναδικό ίσαμε τη 14η Ολυμπιάδα στα 724 π.κ.χ. Για τούτο και οι Ολυμπιάδες έως ότου “καταργήθηκαν” καταγράφονταν και κατονομάζονταν με το όνομα του νικητή στον Στάδιο δρόμο. Δεν υπήρχε άλλος προσδιορισμός τους πέρα από αυτή την ονομασία. Ούτε κατ’ αύξοντα αριθμό. Χάρη δε στα λεπτομερή αρχεία του ολυμπιακού ιερατείου με τους καταλόγους των ολυμπιονικών και ιδιαίτερα των σταδιοδρόμων, έγινε κατά κύριο λόγο, η αναγωγή σε χρονολογίες γεγονότων πριν και μετά την κοινή χρονολόγηση.
Στα 724 π.κ.χ. προστέθηκε ένα ακόμα αγώνισμα δρόμου. Ο Δίαυλος δρόμος, όπου οι δρομείς φτάνοντας στο σημείο τερματισμού του Σταδίου δρόμου επέστρεφαν και τερμάτιζαν στο σημείο εκκίνησής τους, δηλαδή στην άφεση (αφετηρία). Σε μήκος η απόσταση αντιστοιχεί με το σημερινό αγώνισμα των 400 μέτρων (384 μέτρα, για την ακρίβεια).
Στα επόμενα Ολύμπια, το 720 π.κ.χ. προστέθηκε και ο Δόλιχος δρόμος, του οποίου η απόσταση δεν υπήρξε σταθερή. Αρχικά ήταν επτά στάδια (περίπου 1.400 μέτρα), αλλά έφτασε έως και 24 στάδια (περίπου 4.800 μέτρα). Σε σημερινές αναγωγές αγωνισμάτων δρόμων θα μπορούσε να αντιστοιχηθούν με τον δρόμο ημιαντοχής των 1.500 μέτρων η μικρότερη απόσταση και με τον δρόμο αντοχής των 5.000 μέτρων η μεγαλύτερη. Δόλιχος εκ του δολιχοδρομώ σημαίνει πάω και έρχομαι πολλές φορές συνεχώς πάνω στον ίδιο άξονα διαδρομής.
Στην 18η Ολυμπιάδα, το 708 π.κ.χ. προστέθηκε ένα σύνθετο αγώνισμα στίβου που αναδείκνυε τις ικανότητες και τις αθλητικές αρετές του αθλητή στον υπέρτατο βαθμό· το Πένταθλο. Τα τρία πρώτα αγωνίσματά του εμφανίστηκαν μόνο στο Πένταθλο και ποτέ από μόνα τους. Πρώτα διεξαγόταν το αγώνισμα του εκηβόλου ακοντισμού (δηλαδή ποιός θα έριχνε το ακόντιο μακρύτερα). Κατόπιν το άλμα σε μήκος, όπου οι αθλητές έτρεχαν προς το σκάμμα κρατώντας δυο αλτήρες τους οποίους πετούσαν πίσω τους μόλις ανασηκώνονταν για το άλμα. Υποτίθεται ότι τους έδινε μεγαλύτερη σε μήκος απόσταση το πέταγμα των αλτήρων προς τα πίσω τους. Δεν είναι γνωστό, αν επρόκειτο για το σημερινό άλμα σε μήκος απλούν ή τριπλούν ή κάτι παρεμφερές, επειδή αν και δεν γινόταν καταμέτρηση του μήκους (απλώς έμπαινε ένα σημάδι στο σημείο που προσγειωνόταν ο άλτης), υπάρχουν κάποιες αναφορές μήκους εξωπραγματικές για τα σημερινά δεδομένα αθλητικών δυνατοτήτων. Τρίτο στη σειρά αγώνισμα ήταν η Δισκοβολία, αγώνισμα του οποίου η τεχνική στον παλμό ρίψης δεν διέφερε πολύ από τον σημερινό παλμό ρίψης του οργάνου. Διέφερε, ωστόσο. Τόσο, όσο ώστε στις πρώτες σύγχρονες αθλητικές διοργανώσεις, με την ονομασία “ελληνική Δισκοβολία”, διεξαγόταν σαν ξεχωριστό αγώνισμα από τη σύγχρονη Δισκοβολία. Τέταρτο αγώνισμα ήταν ο Στάδιος δρόμος και πέμπτο η Πάλη. Νικητής του Πεντάθλου ανακηρυσσόταν αυτός που θα επικρατούσε στην Πάλη, επειδή σε αυτό το αγώνισμα έφτανε μόνο ένα ζευγάρι ύστερα από αποκλεισμούς των υπολοίπων αθλητών με σύστημα κάτι σαν το σύστημα νοκ άουτ στους αγώνες. Δεν υπήρχε το σύστημα βαθμολόγησης των αθλητών των αθλητών στα επιμέρους αγωνίσματα, ούτε οι νικητές τους λογιάζονταν ολυμπιονίκες, έστω στα τρία πρώτα, τα οποία δεν είχαν άλλη παρουσία στους Αγώνες.
Στην ίδια διοργάνωση προστέθηκε και η Πάλη και σαν ανεξάρτητο άθλημα με δύο τύπους αγωνίσματος. Την Ορθία Πάλη (Ορθοστάδην) και την Κάτω Πάλη (Πάλη στο έδαφος)/
Στα 688 π.κ.χ. και στην 23η Ολυμπιάδα προστέθηκε η Πυγμή (Πυγμαχία), στην 25η το 680 π.κ.χ. οι Αρματοδρομίες ή Αρματηλασίες τεθρίππου (με τέσσερα άλογα).
Ο στίβος των αρματοδρομιών και γενικότερα των ιππικών αγωνισμάτων βρισκόταν δίπλα στο στάδιο των αγωνισμάτων στίβου και τα ιππικά αγωνίσματα ήταν στα μόνα που μπορούσαν να συμμετάσχουν και γυναίκες, ως ιδιοκτήτες των αλόγων, χωρίς πάντως να παραβρίσκονται στους αγώνες. Ολυμπιονίκες δεν ανακηρύσσονταν οι ηνίοχοι, αλλά οι ιδιοκτήτες των αλόγων, κανονισμός χάρη στον οποίο έχουν καταγραφεί και γυναίκες ολυμπιονίκες.
Οι Ιπποδρομίες και το Παγκράτιο προστέθηκαν στην 33η Ολυμπιάδα το 648 π.κ.χ. Το Παγκράτιο σκληρότατο αγώνισμα συνδυασμός Πάλης και Πυγμαχίας υπήρξε πολύ δημοφιλές στην αρχαιότητα και ανέδειξε σε είδωλα τους νικητές του στην Ολυμπία.
Στην 37η Ολυμπιάδα το 632 π.κ.χ. προστέθηκαν ο Δρόμος κι η Πάλη Παίδων, ενώ το 628 π.κ.χ. προστέθηκε στην 38η Ολυμπιάδα το Πένταθλο Παίδων, που ωστόσο δεν επαναλήφθηκε σε επόμενη διοργάνωση.
Η Πυγμή Παίδων προστέθηκε στην 41η Ολυμπιάδα το 616 π.κ.χ.
Η επόμενη προσθήκη έγινε έναν αιώνα σχεδόν αργότερα, στην 65η Ολυμπιάδα του 520 π.κ.χ. Ήταν ο Οπλίτης δρόμος, ένα εξαιρετικά επίπονο αγώνισμα δρόμου ταχύτητας δύο ή τεσσάρων σταδίων, όπου οι αθλητές φορούσαν κράνος και περικνημίδες και κρατούσαν βαριά ασπίδα. Κανονικά θα έπρεπε να κρατούν και το πολεμικό τους ακόντιο και να φοράνε αορτήρα με το σπαθί τους, αλλά δεν επιτρεπόταν στον ιερό χώρο της Ολυμπίας η είσοδος δορυφόρων και ξιφοφόρων αντρών.
Στην 70η Ολυμπιάδα το 500 π.κ.χ. εισήχθη και το ιππικό αγώνισμα της Απήνης, άρμα που έσερναν δυο μουλάρια. Το αγώνισμα καταργήθηκε 15 Ολυμπιάδες αργότερα, επειδή τα ζώα αυτά είναι δύστροπα και δημιουργούσαν προβλήματα στη διεξαγωγή των Αγώνων.
Στην 93η Ολυμπιάδα το 408 π.κ.χ. προστέθηκε η Συνωρίς, πολεμικό άρμα με δύο άλογα και δυο αναβάτες. Τον ηνίοχο και τον παραιβάτη (πολεμιστή).

γραμμή τερματισμού στονΣτάδιο δρόμο
Μπαίνοντας ο 4ος αιώνας π.κ.χ. οι Αγώνες της Ολυμπίας φτάνουν στο απόγειό τους, ενώ νέα αγωνίσματα συνεχίζουν να εμπλουτίζουν το πενθήμερο πλέον πρόγραμμα της διάρκειάς τους.
Στην 96η Ολυμπιάδα το 396 π.κ.χ. ο αγώνας σαλπιγκτών και κηρύκων, στην 99η (384 π.κ.χ.) το τέθριππο με πώλους (νεαρά άλογα), στην 128η (268 π.κ.χ.) η συνωρίς με πώλους κέλητες (νεαρά άλογα ιππασίας) στην 131η και στην 145η το Παγκράτιο Παίδων που καταργήθηκε στην αμέσως επόμενη λόγω της βιαιότητάς του σαν άθλημα.
Να σημειωθεί ότι οι Σπαρτιάτες δεν έπαιρναν μέρος στα λεγόμενα βαρέα αθλήματα, της Πάλης, της Πυγμαχία και του Παγκράτιου, επειδή υπήρχε το ενδεχόμενο να ηττηθεί ο αθλητής δια της απαγορεύσεως δηλαδή να παραδοθεί μη δυνάμενος να συνεχίσει και η πρακτική του να παραδοθεί Σπαρτιάτης σε αντίπαλο ήταν ανεπίτρεπτο από τους νόμους της Σπάρτης!

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

ΤΑ «ΟΛΥΜΠΙΑ» ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ


(3ο μέρος)

Από τα τέλη του 7ου π.κ.χ. αιώνα οι Αγώνες της Ολυμπίας είχαν αρχίσει να αποκτούν το κύρος του σημαντικότερου γεγονότος στον ελλαδικό χώρο από κοινωνική, πολιτική, θρησκευτική και πολιτιστική άποψη. Φυσικά και σαν αυτή καθεαυτή πανελλήνια αθλητική διοργάνωση. Όντας δε και ο κυριότερος αιώνας της ελληνικής εξάπλωσης στη λεκάνη της Μεσογείου και στις ακτές του Ευξείνου Πόντου με τις δεκάδες αποικίες, δινόταν η ευκαιρία συνάθροισης αθλητών και ανθρώπων του πνεύματος όλο και από περισσότερες περιοχές της Νότιας Ευρώπης, της Βόρειας Αφρικής και της Δυτικής Ασίας, παντού όπου ανθούσε ο Ελληνισμός.
Δεν ήταν μόνο η αθλητική άμιλλα που σφυρηλατούσε τους δεσμούς των Πανελλήνων  με τη συγκέντρωση στην κοιλάδα του Αλφειού του ανθού της σωματικής αλκής. Ήταν και η παρουσία εκεί θαλασσοπόρων κι εξερευνητών του τότε γνωστού και αγνώστου κόσμου, που πληροφορούσαν άμεσα και από πρώτο χέρι τους συνέλληνές τους για τις ανακαλύψεις νέων γαιών, νέων επιτευγμάτων, για άλλους λαούς που είχαν συναντήσει. Αργότερα, στους αιώνες του κλασικού ελληνισμού προστέθηκαν φιλόσοφοι, σοφιστές, ρήτορες, ποιητές και περιηγητές που κοινοποιούσαν κατά τη διάρκεια των Αγώνων και τους νέους δρόμους που οι ίδιοι άνοιγαν στην ανθρώπινη σκέψη και στην καλλιτεχνική δημιουργία.

Οι Ολυμπιάδες έφτασαν στο απόγειό τους στο κάθε επίπεδο της συμβολής τους  στη δημιουργία του ελληνικού πολιτισμού κατά τον 5ο και κατά τον 4ο αιώνα της προ κοινής χρονολόγησης εποχής.
Ήταν δε, τόσο μεγάλη η σημαντικότητά τους, που λέγεται ότι στην Ολυμπιάδα του 480 π.κ.χ. το ενδιαφέρον των Πανελλήνων ήταν περισσότερο στραμμένο στην έκβαση των Αγώνων, παρά στην έκβαση της Μάχης στις Θερμοπύλες! Μάλλον όμως πρόκειται για αστικό μύθο, αφού ημερομηνιακά δεν θα έπρεπε να συμπίπτουν αυτά τα δυο γεγονότα, έστω κι αν η μάχη διεξήχθη στα τέλη Αυγούστου και όχι στις αρχές Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις. Το σίγουρο πάντως είναι ότι οι Αγώνες είχαν διεξαχθεί κανονικά, τουλάχιστον, ενώ οι Πέρσες προέλαυναν στον βορειοελλαδικό χώρο.

Για 10 ολόκληρους αιώνες -οκτώ π.κ.χ. και δύο μ.κ.χ.- οι Ολυμπιάδες τελούνταν κανονικά, ανά τετραετία, αν και η παρακμή τους είχε αρχίσει αργά στην αρχή, ραγδαία κατόπιν μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση του ελλαδικού χώρου. Σε αυτό το διάστημα μόλις τέσσαρες Ολυμπιάδες δεν οργανώθηκαν από τους Ηλείους, όπου οι τρεις διοργανώθηκαν από τους Πισάτες, που ούτε στιγμή δεν είχαν πάψει να διεκδικούν αυτοί το δικαίωμα της διοργάνωσης, ενώ στην τέταρτη είχαν αναμειχθεί οι κατακτητές Ρωμαίοι. Αυτές τις διοργανώσεις οι Ηλείοι δεν τις αναγνώρισαν και δεν τις κατέγραψαν στα αρχεία τους, Τις ονόμασαν μάλιστα “Ανολυμπιάδες” ως ουδέποτε διεξαχθείσες.
Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση καταργήθηκε άτυπα το εθιμικό δικαίωμα να συμμετέχουν αποκλειστικά μόνο Έλληνες αθλητές, καθώς και Ρωμαίοι άρχισαν να συμμετέχουν στους Αγώνες με τον ισχυρισμό, ότι κατάγονται από ελληνικές ρίζες! Αργότερα, στα πλαίσια της Pax Romana απέκτησαν το ίδιο δικαίωμα συμμετοχής και οι πολίτες των χωρών που βρίσκονταν κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία, ανεξάρτητα του αν είχαν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη (ο τίτλος του Ρωμαίου πολίτη απονεμόταν σε πρόσωπα και όχι σε ολόκληρες εθνότητες) ή όχι.
Παράλληλα, άρχισε και ο ξεπεσμός του ηθικού κύρους των Αγώνων. Επαγγελματισμός των αθλητών και διαφθορά κυριαρχούσαν πλέον, ενώ και η ανά τετραετία συχνότητά τους καταστρατηγήθηκε και η τελευταία επίσημη Ολυμπιάδα διοργανώθηκε μέσα στη γενική απαξίωση του θεσμού το 391 μ.κ.χ. Ήταν και ο Χριστιανισμός που στο μεταξύ είχε επικρατήσει ο οποίος θεωρούσε την άθληση του σώματος ως μη συνάδουσα με τη θρησκευτική πίστη. Η μόνη “άθληση” που επέτρεπε ο Χριστιανισμός ήταν η προετοιμασία της ψυχής, ακόμα και μέσω μαρτυρίων για να γίνει δεκτή στη μέλλουσα ζωή της επουράνιας βασιλείας.

Έτσι όταν ο Θεοδόσιος ο Μεγάλος το 393 μ.κ.χ. εξέδωσε το “εντίκτουμ” (διάταγμα) περί απαγορεύσεως των τελετών της “ειδωλολατρίας” ανάμεσα στις οποίες συμπεριλαμβανόταν και οι αθλητικοί αγώνες, αφού συνδέονταν άμεσα με την αρχαιοελληνική θρησκεία του 12θέου, στην ουσία δεν κατάργησε τίποτα. Οι Ολυμπικοί Αγώνες είχαν εκφυλιστεί και είχαν ουσιαστικά αυτοκαταργηθεί από πολλές Ολυμπιάδες πριν. Ίσως θα ήταν καλύτερα να είχε υπάρξει ένας Θεοδόσιος αρκετά νωρίτερα που να τους είχε “καταργήσει”, ώστε αυτοί να έσβηναν ενώ ακόμα η αίγλη τους δεν είχε αρχίσει να χάνει τη λάμψη της. Το “εις έδαφος φέρειν” του Θεοδόσιου του Μικρού (εγγονού του προηγουμένου) και οι ορδές των βαρβάρων που ισοπέδωσαν ό,τι είχε απομείνει στον χώρο της Ολυμπίας ήταν αυτά που έκαναν την Ολυμπία και τους αγώνες της να ξεχαστούν. Ήρθε μετά και η λάσπη του Αλφειού που σκέπασε τα πάντα για περισσότερα από 1.000 χρόνια και οι Ολυμπικοί Αγώνες ζούσαν στις μνήμες σαν θρύλος. Κάτι ανάμεσα στον μύθο της ύπαρξής τους και στην πραγματικότητα.
Όταν οι θρησκευτικές προκαταλήψεις για το ανθρώπινο σώμα ξεπεράστηκαν, οι Αγώνες της Ολυμπίας άρχισαν και πάλι στην Αναγέννηση να αποκτούν τις διαστάσεις του συμβόλου για τον ύμνο του ανθρωπίνου σώματος… Το “σιδερένιο πλάσε κι άξιο το κορμί...” του ποιητή αποκτούσε ένα νόημα που πιθανώς ξεπερνούσε σε διαστάσεις την αρχαιοελληνική του υπόσταση.

(συνεχίζεται)