πέμπτη συνέχεια
ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΧΑΙΩΝ ΟΛΥΜΠΙΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ
Αποκλεισμός γυναικών (διοργάνωση, θέσμια): Οι γυναίκες, εκτός από την Ιέρεια της Δήμητρας Χαμύνης, δεν είχαν δικαίωμα, με ποινή θανάτου, να βρίσκονται στον χώρο της Ολυμπίας στη διάρκεια των Αγώνων. Η αυστηρότατη απαγόρευση της γυναικείας παρουσίας στο στάδιο παραμένει έως σήμερα ανεξήγητη ως αιτία και συγκεχυμένη ως γενικός κανόνας. Η απαγόρευση ίσχυε μόνο για τις ενήλικες και παντρεμένες γυναίκες, ενώ για τις ανήλικες ο κανονισμός δεν ίσχυε, όπως σαφώς και ρητά το αναφέρει ο Παυσανίας («Παρθένους δε ουκ είργουσι θεάσθαι»), αλλά είναι μάλλον απίθανο κάποιος πατέρας να συνόδευε την κόρη του στην Ολυμπία και εξ ίσου παράδοξο να επιτρέπεται να παρακολουθούν έφηβες τους Αγώνες και να απαγορεύεται στις μητέρες και στις γυναίκες των αθλητών. Δεδομένου δε ότι παρά την απαγόρευση παρουσίας γυναικών στους Αγώνες, γυναίκες μπορούσαν να ανακηρυχτούν ολυμπιονίκες στα Ιππικά Αγωνίσματα με την ιδιότητα του χορηγού-ιπποτρόφου, φαίνεται ότι ο κανόνας είχε την τιμητική του εξαίρεση, όπου εικάζεται η παρουσία των γυναικών από το γεγονός ότι δεν θα ήταν δυνατό να στέφονται ολυμπιονίκες δια αντιπροσώπου.
Ακόμα μερικά λήμματα από το "Λεξικό των Αρχαίων Ολυμπικών Αγώνων στην επόμενη συνέχεια
ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΧΑΙΩΝ ΟΛΥΜΠΙΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ
Από το έτοιμο για έκδοση "Λεξικό των Αρχαίων Ολυμπικών Αγώνων" παρατίθενται δειγματοληπτικώς ορισμένα λήμματα.
Με αλφαβητική κωδικοποίηση στο λεξικό αυτό καταγράφεται συνοπτικά ολόκληρη η χιλιόχρονη ιστορία από τη γέννηση των αρχαίων Ολυμπικών Αγώνων ίσαμε την κατάργησή τους.
Ιστορία, ορολογία και κανονισμοί αγωνισμάτων, πρόσωπα, κτίσματα, αθλήματα, λατρευτικό τυπικό και κάθε τι σχετικό με τον θεσμό συνθέτουν το λημματολόγιο του λεξικού για το μεγαλύτερο γεγονός της αρχαιότητας, του οποίου η τέλεση κάθε τέσσερα χρόνια έδινε το στίγμα της συνείδησης για την κοινή καταγωγή όλων των Έλλήνων και καθιέρωσε τον όρο εκεχειρία.
Οι τονισμένες πιο έντονα λέξεις δηλώνουν την παραπομπή σε λέξη-λήμμα του λεξικού.
Αγκύλη (αθλητική ορολογία, αγωνίσματα-εξάρτημα οργάνου/ Ακοντισμός): Λεπτή δερμάτινη λουρίδα προσαρμοσμένη στο κέντρο βαρύτητας του ακοντίου. Σχημάτιζε θηλιά μέσα από την οποία ο αθλητής περνούσε τον δείκτη και το μέσο δάκτυλο, ενώ τα υπόλοιπα δάχτυλα έπιαναν το στέλεχος του ακοντίου. Λειτουργούσε βοηθητικά δίνοντας μεγαλύτερη δύναμη στην εξακόντιση.
Άγχειν (αθλητική ορολογία, αγωνίσματα - τακτική/ Πάλη και Παγκράτιο): Άγχω= εφαρμόζω λαβή στραγγαλισμού. Υπήρξαν περιπτώσεις θανατηφόρου στραγγαλισμού παλαιστών και παγκρατιστών (όπως ο Αρραχίων), που προτίμησαν να πεθάνουν, παρά να παραδοθούν.
Η λαβή λεγόταν και ‘αποπνιγμός’.
Στην κυριολεξία η αρχαία ελληνική λέξη ‘άγχω’ σημαίνει ‘αποπνίγω’, ‘στραγγαλίζω’.
Βλέπε επίσης: ‘απαγορεύειν’.
Αγών (αθλητική ορολογία-λήμμα κορμού): Η αναμέτρηση. Η αθλητική άμιλλα. Η πρακτική έκφραση της αφηρημένης έννοιας του Αθλητισμού. Εκφράζεται με την έντονη προσπάθεια για την επικράτηση επί αντιπάλου, ή για την υπερπήδηση φυσικών και τεχνητών δυσκολιών. Σύμφωνα με το ερασιτεχνικό πνεύμα των πρώτων συγχρόνων Ολυμπικών (και άλλων αθλητικών) Αγώνων σημασία είχε η συμμετοχή στον ‘καλόν αγώνα’ και όχι η νίκη. Στους αρχαίους Ολυμπικούς (και τους άλλους αθλητικούς) Αγώνες αποκλειστικός στόχος ήταν η νίκη, η ανάδειξη του καλύτερου, που σε κάποιες περιπτώσεις δεν αναδεικνυόταν πάντα με θεμιτά μέσα.
Σε ορισμένα αγωνίσματα ο αγώνας διεξαγόταν ταυτόχρονα με το σύνολο των αθλητών (αγωνίσματα Στίβου και Ιππικοί Αγώνες), ενώ σε άλλα με μονομαχίες ζευγαριών (στα βαρέα αθλήματα της Πάλης, της Πυγμαχίας και του Παγκρατίου).
Ο όρος στον πληθυντικό (Αγώνες) είχε την έννοια συνόλου αγωνισμάτων με κοινό χαρακτηριστικό, έννοια που σήμερα αποδίδεται με τον όρο ‘άθλημα’ (Αγώνες Δρόμου, Κολυμβητικοί Αγώνες, Ιππικοί Αγώνες, Αγώνες Σαλπιγκτών και Κηρύκων κλπ).
Λαβή στο Παγκράτιο |
Αγώνες Σαλπιγκτών και Κηρύκων (αθλήματα/ Αγωνίσματα): Παρα-αθλητικός διαγωνισμός, που συμπεριλαμβανόταν στο αγωνιστικό πρόγραμμα των Ολυμπικών Αγώνων. Τελούνταν στην πρώτη μέρα των Αγώνων από την 96η Ολυμπιάδα (396 π.κ.χ.), όπου καθιερώθηκαν και παρέμειναν στο πρόγραμμα έως και την 122η (292 π.κ.χ.), όπου οι νικητές τους έπαψαν να εμφανίζονται στους καταλόγους των ολυμπιονικών.
Ο διαγωνισμός τους λάμβανε χώρα στον βωμό της Άλτεως, μπροστά από τη στοά της Ηχούς. Νικητής ανακηρυσσόταν αυτός του οποίου η σάλπιγγα και η φωνή αντίστοιχα, θα ακουγόταν σε μεγαλύτερη απόσταση. Ο νικητής σαλπιγκτής είχε το προνόμιο να σαλπίζει τα διάφορα σήματα και παραγγέλματα των Αγώνων, ενώ ο νικητής κήρυκας ήταν αυτός, που θα εκφωνούσε την ανακήρυξη των ολυμπιονικών στο αγωνιστικό πρόγραμμα.
Σύμφωνα με τον κατάλογο των ολυμπιονικών και οι δύο πρώτοι χρονικά, που ανακηρύχτηκαν νικητές ήταν από την Ήλιδα· ο Τίμαιος στους σαλπιγκτές και ο Κράτης στους κήρυκες.
Trivia: Μολονότι το αγώνισμα είχε καταργηθεί, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Νέρων ανακηρύχτηκε νικητής και στα δύο αγωνίσματα στην 211η Ολυμπιάδα, που υποτίθεται ότι πήρε μέρος, το 65 κ.χ.
Βλέπε επίσης: Κήρυκες, Σαλπιγκτές.
Αγωνοθέτης (αθλητική ορολογία, διοργάνωση/ ιδιότητα θεσμοθετημένου οργάνου): Αυτός που ιδρύει, θεσπίζει, ‘τελεί’, διευθύνει αγώνες, ανακηρύσσει τους νικητές και απονέμει τα έπαθλα. Ειδικά για τους Αγώνες στην Ολυμπία είναι έννοια συνώνυμη του Ελλανοδίκη, που σαν φυσικό πρόσωπο, ή σαν σώμα από φυσικά πρόσωπα λειτουργούσε με πλήρεις εξουσίες μέσα στα πλαίσια του θεσμού ως ανώτατο εντεταλμένο θεσμοθετημένο όργανο για τη διεξαγωγή των Αγώνων, εν ονόματι της πόλης των Ηλείων, η οποία ήταν ο ουσιαστικός αγωνοθέτης. Ο όρος εμφανίζεται για πρώτη φορά σε κείμενα του 5ου π.κ.χ. αιώνα ως συνώνυμο του παλιότερου όρου ‘αθλοθέτης’, ενώ είναι επίσης συνώνυμο με τους όρους ‘αγωνοδίκης’ και ‘αγωνάρχης’.
Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση πρώτος αγωνοθέτης στην Ολυμπία υπήρξε ο Ηρακλής ο Ιδαίος, που νίκησε τα τέσσερα αδέλφια του στο αγώνισμα του δρόμου.
[Εγκυκλοπαιδικά] :Ο τίτλος του αγωνοθέτη, ήδη, από την προ-κλασική ήταν ιδιαίτερα τιμητικός και όριζαν ως αγωνοθέτες βασιλείς, πρόσωπα αρχοντικής καταγωγής ή επιφανείς πολίτες. Στα δε ομηρικά κείμενα αναφέρεται ως ‘αισυμνήτης’, της οποίας η αρχική έννοια ήταν ‘αιρετός βασιλέας’.
Trivia: Ανεξάρτητα από τη μυθολογική παράδοση πρώτος αγωνοθέτης των Αγώνων στην Ολυμπία θεωρείται ο βασιλιάς Ίφιτος της Ήλιδας, που σύμφωνα με τον θρύλο είναι αυτός που καθιέρωσε ιστορικά τους Αγώνες περίπου τον 9ο π.κ.χ. αιώνα.
Τερματισμός σε αγώνα δρόμου υπό το βλέμμα του ραβδοφόρου αλύτη, ενώ άλλος αθλητής ετοιμάζεται για άλμα κρατώντας τους αλτήρες. |
Αθλητής (αθλητική ορολογία –γενική ιδιότητα): Η ιδιότητα του αθλητή αναφέρεται για πρώτη φορά στα ομηρικά έπη με τον ποιητικό όρο ‘αθλητήρ’ και σημαίνει αυτός, που πραγματοποιεί άθλο. Αθλητικά προσδιορίζει τον μετέχοντα ανταγωνιστικά σε ατομικούς ή ομαδικούς αγώνες αθλητικών διοργανώσεων διεκδικώντας ηθικό, συμβολικό ή υλικό έπαθλο νίκης.
Στους Αγώνες της Ολυμπίας οι αθλητές, που έπαιρναν μέρος ήταν δρομείς (σταδιοδρόμοι, διαυλοδρόμοι, δολιχοδρόμοι, οπλιτοδρόμοι), παλαιστές, πύκτες (πυγμάχοι), παγκρατιαστές, αναβάτες (ιππείς), ηνίοχοι (αρματοδρόμοι), ενώ ειδικευμένοι άλτες, ακοντιστές και δισκοβόλοι δεν έπαιρναν μέρος, μολονότι τα αντίστοιχα αγωνίσματά τους τελούνταν στην Ολυμπία ως αγωνίσματα στο Πένταθλο.
Το πλαίσιο των νόμων που καθόριζε τη συμμετοχή των αθλητών στους Αγώνες της Ολυμπίας ήταν πολύ αυστηρό, με περισσότερες απαγορευτικές διατάξεις από τους αντίστοιχους νόμους των άλλων Πανελληνίων Αγώνων.
Εκ προοιμίου αποκλείονταν από τους Αγώνες, αν δεν ήταν Έλληνες ελεύθεροι πολίτες, με γονείς επίσης ελληνικής καταγωγής και αν βαρύνονταν με πράξεις ασέβειας, φόνο, σύληση ναού και παραβίαση της ιερής εκεχειρίας, τόσο οι ίδιοι προσωπικά, όσο και η πόλη τους. Αρχικά, στις πρώτες διοργανώσεις και η ιδιότητα της αρχοντικής καταγωγής ήταν απαραίτητη, ιδιότητα που, ωστόσο, προοδευτικά ατόνησε, καθώς οι δημοκρατικοί θεσμοί επικράτησαν σχετικά νωρίς στις περισσότερες πόλεις-κράτη της Ελλάδας, όπως επίσης ατόνησε και η ιδιότητα της ελληνικής καταγωγής, όταν και οι Αγώνες προσαρμόστηκαν στην οικουμενικότητα της Pax Romana από τον δεύτερο π.κ.χ. αιώνα έως την τυπική ‘κατάργησή’ τους το 393 κ.χ.
Στις αγωνιστικές υποχρεώσεις τους συμπεριλαμβανόταν η υποχρεωτική παρουσία τους και εκγύμνασή τους στην Ολυμπία ένα μήνα πριν τους Αγώνες, καθώς και μια καθ’ όλα αθλητική διαβίωση και συμπεριφορά με σκληρή προπόνηση, προσεγμένη διατροφή και συναναστροφές μόνον με τους άλλους αθλητές, τους γυμναστές και τους βοηθητικούς (δούλους κλπ) του απομονωμένου αθλητικού κοινοβίου. Ανάρμοστη συμπεριφορά, ή μη τήρηση των κανονισμών εκγύμνασης συνιστούσε λόγους αποβολής τους από τους υποψήφιους να αγωνιστούν. Ακύρωση συμμετοχής και βαρύ πρόστιμο περίμενε όσους αθλητές καθυστερούσαν να φτάσουν στην Ολυμπία στον προκαθορισμένο χρόνο και η καθυστέρησή τους δεν οφειλόταν σε αποδεδειγμένη ανώτερη βία. Βαρύτατα παραπτώματα στη διάρκεια των αγώνων (καταπάτηση του αθλητικού όρκου, ασέβεια, απείθεια, αντιαθλητική συμπεριφορά, χρηματισμός ή δωροδοκία) οδηγούσαν σε ισόβιο αποκλεισμό και, αν είχαν ανακηρυχτεί στο μεταξύ νικητές σε κάποιο αγώνισμα, οδηγούσε και σε ακύρωση της ανακήρυξής τους σε ολυμπιονίκες.
Από την άλλη μεριά, για τους αθλητές που έπαιρναν το χρίσμα να αγωνιστούν στην Ολυμπία ήταν μια ξεχωριστή τιμή και όνειρο κάθε αθλητή στην κλασική ελληνική αρχαιότητα. Αυτό, αντιστάθμιζε και με το παραπάνω τις όποιες θυσίες, που τους επέβαλλαν οι αυστηροί κανονισμοί. Τιμές ήρωα περίμεναν, επιπρόσθετα, αυτούς που θα κέρδιζαν τον κότινο της νίκης, ξέχωρα τις υλικές παροχές και αξιώματα, που τους επεφύλασσε η πόλη τους σε ισόβια βάση.
Αθλοθέτης: (αθλητική ορολογία, διοργάνωση/ ιδιότητα θεσμοθετημένου οργάνου): Η σημασία του όρου στους αθλητικούς αγώνες της κλασικής εποχής ήταν διπλή ως ιδιότητα ταυτόσημη ως έννοια. ‘Αθλοθέτης’ σημαίνει αυτός που ορίζει το αγώνισμα, ως συνώνυμο του ‘αγωνοθέτη’. Παράλληλα προσδιορίζει και αυτόν που ‘θέτει το άθλον’, δηλαδή που ορίζει και το έπαθλο της νίκης. Επειδή, δε το άθλο είναι το ζητούμενο του αθλητικού αγώνα, αυτός που ορίζει τον αγώνα και που ορίζει και το έπαθλο είναι ένα και το αυτό πρόσωπο.
Βλέπε: Αγωνοθέτης.
Αιωρισμός (αθλητική ορολογία-Αγωνίσματα/ Άλμα): Η τρίτη από τις τέσσαρες φάσεις ενός άλματος (σε μήκος). Ως όρος περιγράφει την τροχιά του αθλητή στον αέρα από την αναπήδησή του στον βατήρα έως το σημείο πτώσης του στα εσκαμμένα (σκάμμα).
Ακονιτί (αθλητική ορολογία- Αγωνίσματα/ Πάλη, Πυγμή, Παγκράτιο):Σημαίνει ‘χωρίς κόνιν’ (σκόνη). Επιρρηματικός τύπος, που συνόδευε τη λέξη ‘νίκη’ προσδιορίζοντάς της ως νίκη χωρίς κόπο. Την ακονιτί νίκη την παραχωρούσαν οι ελλανοδίκες σε αθλητή της Πάλης, της Πυγμής (Πυγμαχίας) και Παγκρατίου, όταν ο αντίπαλός του, για κάποιο λόγο, δεν εμφανιζόταν στην παλαίστρα να αγωνιστεί. Τότε ο αθλητής, που είχε παρουσιαστεί ανακηρυσσόταν νικητής ‘ακονιτί’, δηλαδή ότι είχε κατακτήσει τη νίκη χωρίς να σκονιστεί από πτώσεις στην παλαίστρα.
Άρση λίθων. Δεν ήταν αγώνισμα αντίστοιχο με τη σύγχονη άρση βαρών. Η άρση λίθων ήταν μόνο για ενδυνάμωση των αθλητών στα πλαίσια της προπόνησής τους. |
Ακοντισμός (Αθλητική ορολογία- Αγωνίσματα/ Ρίψεις): Ήταν ένα από τα πέντε αγωνίσματα του αρχαιοελληνικού Πεντάθλου, αν και ως αυτόνομο αγώνισμα προϋπήρχε της ένταξής του στο σύνθετο πένταθλο αγώνισμα. Στους Αγώνες της Ολυμπίας ο ακοντισμός εμφανίστηκε (μαζί με το Πένταθλου) στην 18η Ολυμπιάδα (708 π.κ.χ.) Μέσα στα επόμενα 100 χρόνια ταυτόχρονα με την καθιέρωση και των άλλων μεγάλων Πανελληνίων Αθλητικών Αγώνων ο Ακοντισμός -μέσω του Πεντάθλου- συμπεριλήφθηκε εξ αρχής και στα δικά τους αγωνιστικά προγράμματα.
Ο Ακοντισμός, αγώνισμα που προερχόταν καθαρά από την πολεμική τακτική, εμφανίζεται αγωνιστικά με δύο είδη. Τον Εκηβόλο Ακοντισμό και τον Στοχαστικό Ακοντισμό.
Trivia: Προστάτης του αγωνίσματος ήταν ο θεός Απόλλων με την προσωνυμία ‘Εκάεργος’ ή ‘Εκηβελέτης’.
Άκριτος Αγών (αθλητική ορολογία- κανονισμοί): Ήταν ο αγώνας μεταξύ δύο αντιπάλων που η έκβασή του δεν κρίθηκε και ως εκ τούτου δεν έδωσε νικητή. Με σύγχρονους αθλητικούς όρους: η ισοπαλία. Συνέβαινε, όταν μεταξύ δύο ισοδυνάμων αντιπάλων στην Πάλη, στην Πυγμή, ή στο Παγκράτιο ο αγώνας παρατεινόταν και μετά τη δύση του ηλίου, όπου για θρησκευτικούς λόγους, αλλά και για πρακτικούς έπρεπε να διακοπεί. Σε αυτή την περίπτωση προβλεπόταν να ισχύσει η Ιερή Νίκη.
Αλείπτης (αθλητική ορολογία, ειδικότητα/ βοηθητική): Εξειδικευμένος, συνήθως, δούλος στην ομάδα υποστήριξης ενός αθλητή, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος να αλείφει με λάδι τον αθλητή πριν αγωνιστεί στην Πάλη ή στο Παγκράτιο. Αφού πρώτα έριχναν το λάδι στο σώμα του αθλητή με ένα μικρό δοχείο, τον αρύβαλλο, το άπλωναν στη συνέχεια κάνοντας ταυτόχρονα και ένα είδος μασάζ στους μυς του αθλητή με τα χέρια τους. Ο ρόλος του αλείπτη συνεχιζόταν και μετά τον αγώνα, όπου πάλι με επάλειψη λαδιού και μασάζ χαλάρωναν τους κουρασμένους και πονεμένους από την προσπάθεια και τα χτυπήματα μυς του αθλητή.
Για την εξειδικευμένη τεχνική τους, ειδικά στο μετά τον αγώνα χαλάρωμα, λεγόταν επίσης και ιατρολείπτες.
Άλτις, η (τοποθεσία-ιστορία): Ιερό άλσος, θρησκευτική και διοικητική καρδιά της αρχαίας Ολυμπίας. Η Άλτις ήταν ιερός χώρος της Ήλιδας και πριν από την επίσημη καθιέρωση των Αγώνων προς τιμή του Ολύμπιου Δία. Κατοικημένη από την τρίτη χιλιετία π.κ.χ. υπήρξε από την εποχή του Χαλκού (2η π.κ.χ. χιλιετία) κέντρο λατρείας του θεού Κρόνου (Χρόνου;) στον λόφο, που ακόμα έως σήμερα λέγεται Κρόνιος. Λατρεύονταν επίσης οι προ του Δωδεκαθέου θεές Γαία και Ρέα και αργότερα οι ήσσονες θεότητες Ηρακλής ο Ιδαίος -μυθικός ιδρυτής των Αγώνων-, Θέμιδα –προστάτιδα της Δικαιοσύνης- και Ειλείθυια -προστάτιδα του τοκετού-. Ο Ηρακλείδης Όξυλος μετέτρεψε τον χώρο σε κέντρο λατρείας του Πέλοπος και της Ιπποδαμείας καθιερώνοντας αγώνες αρματοδρομίας σε ανάμνηση της μυθολογικής νίκης του Πέλοπος επί του Οινομάου, που παρέπεμπε συμβολικά στην επικράτηση του δωρικού φύλου επί του παλαιότερου πρωτοελληνικού στην περιοχή. Με την ανάπτυξη των Αγώνων η Άλτις εξελίχθηκε, κυριολεκτικά, σε ιερόπολη με λαμπρούς ναούς, όπως αυτοί του Ολυμπίου Δία, της Ήρας κλπ, με δεκάδες ιερά και βωμούς αφιερωμένους σε θεούς και μυθικούς ήρωες και με τους θησαυρούς, δηλαδή τους αναθηματικούς ναΐσκους των πόλεων. Επίσης, εκατοντάδες αγάλματα και προτομές ηρώων, ολυμπιονικών επιφανών ανδρών κλπ στόλιζαν τις αλέες του χώρου. Στην Άλτιν είχε ανεγερθεί και το πρώτο μικρό στάδιο, που αργότερα μεταφέρθηκε έξω από τον χώρο του άλσους.
Δίπλα στον ναό του Δία υπήρχε η ιερή αγριελιά (κότινος), που σύμφωνα με τον μύθο την είχε φυτέψει ο ίδιος ο Ηρακλής και από τα κλαδιά της φτιάχνονταν τα στεφάνια με τα οποία στεφάνωναν τους ολυμπιονίκες.
[Εγκυκλοπαιδικά] Άλτις σημαίνει ‘άλσος’ στην αρχαία τοπική διάλεκτο της Ήλιδας.
Αλύτης (Αθλητική ορολογία/ ιδιότητα θεσμοθετημένου οργάνου): Σώμα, κατά κάποιο τρόπο, Αθλητικής Αστυνομίας, που με επικεφαλής τον αλυτάρχη επόπτευε στον αγωνιστικό χώρο και στο χώρο των θεατών μόνον όσο τελούνταν τα αγωνίσματα με τομείς των αρμοδιοτήτων του την κόσμια συμπεριφορά των θεατών και την ομαλή διεξαγωγή του αγωνιστικού προγράμματος. Σε αυτό το δεύτερο σκέλος λειτουργούσαν και ως βοηθοί των ελλανοδικών επιβάλλοντας στους αθλητές να συμμορφώνονται στους κανονισμούς. Όσοι από αυτούς έφεραν ως ‘οπλισμό’ τους ράβδους ή μάστιγες (μαστίγια) ονομάζονταν ραβδούχοι (ραβδοφόροι) και μαστιγοφόροι αντίστοιχα και στα καθήκοντά τους ήταν, επίσης, η αστυνόμευση και τήρηση της τάξης σε όλο τον χώρο της Ολυμπίας και σε ολόκληρο το 24ωρο.
[Εγκυκλοπαιδικά] Η ετυμολογία της λέξης έχει αβέβαιη προέλευση. Πιθανολογείται ότι προέρχεται από μυκηναϊκή λέξη (Fαλυ-τάς) που σήμαινε ραβδοφόρος.
Στιγμιότυπο από αγώνα δρόμου ταχύτητας (Στάδιος δρόμος) αποτυπωμένο σε μελανόμορφο αγγείο. |
Αμφιθαλής παις (κοινωνικός βίος, ειδικότητα βοηθητική/ Τελετουργία): Αγόρι έως 12 περίπου χρονών, του οποίου ζούσαν και οι δύο γονείς.
Ο ρόλος του στο τελετουργικό της ανακήρυξης των ολυμπιονικών ήταν να κόβει με ένα χρυσό δρεπάνι από την καλλιστέφανον ελαία τα φυλλοφόρα κλαδιά με τα οποία φτιάχνονταν οι κότινοι, τα στεφάνια των νικητών.
Ανολυμπιάδες (διοργάνωση): Με τον όρο ‘Ανολυμπιάς’ η Βουλή των Ηλείων χαρακτήρισε ως παράνομες και ονόμασε τέσσαρες Ολυμπιάδες στη χιλιόχρονη ιστορία του θεσμού, που δεν διοργανώθηκαν από τους Ηλείους, προνόμιο που μόνον στον εαυτό τους αναγνώριζαν. Τις τρεις πρώτες τις διοργάνωσε η γειτονική και εχθρική στην Ήλιδα, η Πίσα, που σε εκείνα τα χρονικά διαστήματα η Ολυμπία βρισκόταν στον έλεγχό της. Ήταν το 748 π.κ.χ. (8η Ολυμπιάδα), το 644 π.κ.χ. (34η Ολυμπιάδα), καθώς και η επεισοδιακή 104η Ολυμπιάδα το 364 π.κ.χ. Η τέταρτη, μια πραγματικά παρωδία Ολυμπιάδας διοργανώθηκε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Νέρωνα με αριθμό σειράς 211η εκτός χρόνου το 65 κ.χ. προκειμένου να πάρει και ο ίδιος μέρος σε αυτήν και να δοξαστεί! Οι ολυμπιονίκες αυτών των Ολυμπιάδων δεν αναγνωρίστηκαν από τους Ηλείους και διαγράφηκαν από τα επίσημα αρχεία καταγραφής. Ωστόσο, η αρίθμησή τους παρέμεινε.
[Εγκυκλοπαιδικά]: Σχετικά με τη συνεχή αρίθμηση των Ολυμπιάδων, ανεξάρτητα του αν έγιναν ή όχι είναι και η ανάλογη περίπτωση τριών διοργανώσεων στη σύγχρονη ιστορία του θεσμού. Αναφέρονται στη συνεχή αρίθμηση, αλλά δεν έγιναν λόγω των δύο Παγκοσμίων Πολέμων η 6η Ολυμπιάδα το 1916, η 12η και η 13η το 1940 και 1944 αντίστοιχα. Ανολυμπιάδα, ωστόσο, από αυτές τις τρεις σύμφωνα με τον αρχαίο όρο, μόνον η 6η θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, αφού πραγματοποιήθηκε μια ‘ψευδο-ολυμπιάδα’ με αθλητές των Κεντρικών Δυνάμεων, που πάντως παραμένει σχεδόν άγνωστη και οι ολυμπιονίκες της δεν αναγνωρίστηκαν από την Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (IOC). Αντίθετα, οι νικητές της Μεσολυμπιάδας του 1906 στην Αθήνα αναγνωρίζονται και καταγράφονται ως ολυμπιονίκες, μολονότι η διοργάνωση εκείνη δεν συμπεριλαμβάνεται στην αρίθμηση των συγχρόνων Ολυμπιάδων.
Απαγορεύειν (αθλητική ορολογία/ Παγκράτιο, Πάλη, Πυγμαχία): Σήμα αθλητή προς τον αντίπαλό του και τον ελλανοδίκη, ότι παραδέχεται την ήττα του και εγκαταλείπει τον αγώνα, επειδή δεν μπορεί να συνεχίσει, είτε γιατί είχε τραυματιστεί, είτε γιατί η λαβή του αντιπάλου του (π.χ, αποπνιγμός) θα είχε ως συνέπεια τον τραυματισμό του ή και ακόμα τον θάνατό του. Το σήμα ήταν σήκωμα του χεριού του με τον αντίχειρα προτεταμένο. Ο ελλανοδίκης διέκοπτε τον αγώνα αμέσως, κατακυρώνοντας τη νίκη υπέρ του αντιπάλου του.
Υπήρξαν, ωστόσο και περιπτώσεις, που ο αθλητής προτιμούσε να πεθάνει από τη λαβή ή τα χτυπήματα του αντιπάλου του, παρά να παραδοθεί, όπως ο παγκρατιαστής Αρραχίων στην 54η Ολυμπιάδα.
Trivia: Οι Σπαρτιάτες δεν αγωνίζονταν στα βαρέα αθλήματα, επειδή οι νόμοι της πατρίδας τους δεν επέτρεπαν παραδοχή ήττας και παράδοση στον αντίπαλο, όχι μόνο στον πόλεμο, μα και στον αθλητισμό.
Η γραμμή τερματισμού στο στάδιο της Ολυμπίας |
Για τις γυναίκες που θα παρέβαιναν τον θεσμικό κανονισμό της απαγόρευσης της παρουσίας τους στους Αγώνες της Ολυμπίας η ποινή ήταν ο θάνατος με κατακρήμνιση από το Τυπαίο όρος. Ωστόσο, δεν έχει πουθενά αναφερθεί εκτέλεση τέτοιας ποινής, αφού και η Καλλιπάτειρα που συνελήφθη, αθωώθηκε.
Βαρασδάτης ή Αρτάβασδος (ιστορία, πρόσωπα/ Αθλητισμός): Πάρθος πρίγκιπας της δυναστείας των Αρσακιδών στην Αρμενία. Είναι ο τελευταίος αναφερόμενος στον κατάλογο των ολυμπιονικών. Νίκησε στην Πυγμαχία στην 291η Ολυμπιάδα το 385 κ.χ. δηλαδή στη χρονιά, που με διάταγμα του Θεοδοσίου του Μεγάλου οι Αγώνες της Ολυμπίας -σε πλήρη παρακμή- καταργήθηκαν μαζί με όλες τις άλλες ‘ειδωλολατρικές’ εκδηλώσεις.
[Εγκυκλοπαιδικά]: Το όνομά του Βαρασδάτης ή Αρτάβασδος είναι η εξελληνισμένη απόδοση του ονόματος Βαραστάπ.
Αλύτης παρατηρεί αθλητή για παράπτωμά του σε ερυθρόμορφο αγγείο. |
Βουλευτήριο (κτίσμα/ διοίκηση): Κτιριακό συγκρότημα στα νότια από την Άλτι και νοτιοδυτικά του Ιπποδρομίου σε ένα σύμπλεγμα κτιρίων μαζί με τα Λουτρά και τη Νότια Στοά. Στο Βουλευτήριο λειτουργούσε το διοικητικό κέντρο των Αγώνων της Ολυμπίας.
Το αρχικό κτίριο οικοδομήθηκε τον 6ο π.κ.χ. αιώνα και μέχρι τον 2ο π.κ.χ. αιώνα υπέστη αρκετές μετατροπές, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις ολοένα αυξανόμενες διοικητικές ανάγκες της διοργάνωσης. Αποτελούταν από τρία κτίσματα, όπου στο μεν ένα από αυτά λειτουργούσε η έδρα της Ολυμπιακής Βουλής των Ηλείων στο μητρώο της οποίας φυλάσσονταν τα επίσημα αρχεία των Αγώνων και αποφασίζονταν οι ποινές. Στο δεύτερο κτίριο συνεδρίαζαν οι ελλανοδίκες, γινόταν η εγγραφή των αθλητών και εκδικάζονταν οι ενστάσεις, ενώ στο τρίτο, το μικρότερο και ανάμεσα στα άλλα δύο κτίρια, οι αθλητές, προπονητές και οι κριτές ορκίζονταν στον βωμό του Ορκίου Διός.
Έξω από το Βουλευτήριο ήταν αναρτημένο το Λεύκωμα, μαρμάρινη στήλη με το πρόγραμμα των αγώνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου