Η ΕΚΤΥΦΛΩΤΙΚΗ ΛΑΜΨΗ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΟΜΑΔΑΣ
ΘΑΜΠΩΝΕΙ ΤΟ ΓΟΥΕΜΠΛΕΫ
Η αυτοκρατορική απομόνωση του αγγλικού Ποδοσφαίρου είχε δημιουργήσει έναν μύθο, έναν αστικό μύθο καλύτερα, ότι οι αγγλικές ομάδες είναι αχτύπητες από τις ομάδες της ηπειρωτικής Ευρώπης. Αυτό ίσχυε κυρίως για την ομάδα των “Τριών Λιονταριών”, δηλαδή την εθνική Αγγλίας.
Το πρώτο μεγάλο στραπάτσο στο γόητρο της ομάδας ήρθε το 1950, που οι Άγγλοι έχασαν απροσδόκητα στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη Βραζιλία από τους ερασιτέχνες Αμερικανούς με 1-0. Ωστόσο, ετούτο δεν φάνηκε ικανό να μειώσει την αυτοκρατορική μεγαλορρημοσύνη τους, ότι όντας οι γεννήτορες του Ποδοσφαίρου, οι άλλες ομάδες θα έπρεπε να αντιμετωπίζουν την εθνική Αγγλίας για να ηττηθούν προς δόξα του αγγλικού Ποδοσφαίρου.
Για ενενήντα περίπου χρόνια –από την ίδρυση της αγγλικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου- η εθνική της γηραιάς Αλβιόνας δεν είχε ηττηθεί στην έδρα της από εθνική ομάδα που προερχόταν έξω από τα βρετανικά νησιά. Το ότι ίσαμε στα τέλη του 19ου αιώνα δεν υπήρχαν στην ηπειρωτική Ευρώπη παρά ελάχιστες επίσημες εθνικές ομάδες, είναι ένα γεγονός που φαίνεται ότι τους διέφευγε ηθελημένα, αφού έδινε πόντους στον μύθο τους.
Πάντως, από το αγγλικό στρατόπεδο δεν έλειπαν τα ταλέντα και οι προσωπικότητες, που έδιναν υπόσταση στο παραδοσιακό WM και που θα υπερασπίζονταν σε κάθε πρόκληση το μότο “Rule, Britannia!” και στο Ποδόσφαιρο: ο αειθαλής μάγος της ντρίμπλας Στάνλεϋ Μάτθιους, ο Σταν Μόρτενσεν, ο τερματοφύλακας Τζιλ Μέρρικ, ο Αλφ Ράμσεϋ και ο αρχηγός ο Μπίλυ Ράιτ από τους κορυφαίους αμυντικούς στον κόσμο. Αλλά οι ρόλοι τους μέσα στο γήπεδο ήταν προσδιορισμένοι και ισορροπημένοι στον τρόπο ανάπτυξης του παιχνιδιού: οι αμυντικοί είχαν την αποκλειστική ευθύνη στα μετόπισθεν, τα χαφ κουβαλούσαν την μπάλα και οι επιθετικοί στο πόστο τους για το σκοράρισμα. Τελείως προβλέψιμη η ανάπτυξη της ομάδας τόσο στο όταν επετίθετο, όσο και στο όταν αμυνόταν. Δεν είχε τίποτα το ευφάνταστο, δεν ήταν τίποτα το διαφορετικό από την τυπολατρική πειθαρχία που διέκρινε την τακτική του βρετανικού αυτοκρατορικού στρατού, όταν κατακτούσε τον κόσμο χτίζοντας την απέραντη αυτοκρατορία. Οι μακρινές ψηλοκρεμαστές σέντρες ήταν το μόνο ίσως που ξεχώριζε μια επίθεση της αγγλικής ποδοσφαιρικής τριπλέτας, από μια επέλαση του βρετανικού ιππικού.
Ο ηγέτης της “στρατιάς” ο Γουόλτερ Γουίντερμπόττομ είχε όλα εκείνα τα credits να θεωρείται καλός. Από το 1946 ήταν στο τιμόνι της ομάδας κι έμεινε ως και το 1962 οδηγώντας την εθνική σε τέσσαρες συνεχόμενες τελικές φάσεις Παγκοσμίου Κυπέλλου, ρεκόρ που μόνο ο Γερμανός Χέλμουτ Σεν το έχει ισοφαρίσει. Κατά κοινή, όμως παραδοχή ήταν απλώς διεκπεραιωτής των χειρισμών της Ομοσπονδίας φροντίζοντας να εκτελεί με επαγγελματική συνέπεια τα “εκείνων ρήμασι πειθόμενος”.
Εν πάση περιπτώσει μέσα στο 1953, όπου οι ομάδες προετοιμάζονταν για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954 στην Ελβετία, η αγγλική Ομοσπονδία έκλεισε φιλικό αγώνα με την Ουγγαρία, την κατά πολλά τεκμήρια καλύτερη εθνική της Ευρώπης εκείνη τη στιγμή.
Από αριστερά όρθιοι: Λόραντ, Γενόι, Χιντεγκούτι, Κότσις, Ζακάριας, Τσίμπορ, Μπόζικ, Μπουντάι καθιστοί: Λάντος, Πούσκας, Γκρόσιτς |
Ήταν το νούμερο ένα στην παγκόσμια κατάταξη -η Αγγλία ήταν τρίτη- ήταν η ολυμπιονίκης στους Ολυμπιακούς του Ελσίνκι το 1952 και έτρεχε στα τελευταία τρία χρόνια ένα ρεκόρ 24 αγώνων αήττητη. Είχε δε την προσωνυμία “Αρανυτσαπάτ” που στα ουγγαρέζικα πάει να πει “Χρυσή Ομάδα”. Ήταν μια ευτυχής συναστρία μεγάλων ποδοσφαιρικών ταλέντων σε σφιχτοδεμένο σύνολο με άριστη φυσική κατάσταση και πειθαρχημένη τεχνική κατάρτιση, επειδή οι δέκα από τους έντεκα παίκτες της ήταν και παίκτες της “Χόνβεντ”, της ομάδας του ουγγρικού στρατού, ενώ ο προπονητής και εκλέκτοράς της ο Γκούσταβ Σέμπες, που ήταν ταυτόχρονα και υπουργός των Σπορ στην Ουγγαρία, υιοθέτησε την ποδοσφαιρική φιλοσοφία του Μάρτον Μπούκοβι. Μια φιλοσοφία που στην πράξη κωδικοποιούταν σχηματικά με το σύστημα ΜΜ, μια περισσότερο επιθετική παραλλαγή του WM. Δηλαδή το κλασικό σύστημα ανάπτυξης με το οποίο έπαιζαν κυρίως οι Άγγλοι. Ουσιαστικά, οι Ούγγροι έπαιζαν ένα εξουθενωτικό για τον αντίπαλο Total Football για περισσότερο από 20 χρόνια πριν ο φίλαθλος κόσμος μάθει τον όρο από τον Κρόιφ και την ολλανδέζικη παρέα του στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας το 1974.
Αυτή την ομάδα διάλεξε η Αγγλία για να μετρηθεί μαζί της, έστω και φιλικά και στις 25 Νοεμβρίου -πριν 58 χρόνια, σαν σήμερα- μπροστά σε ένα πλήθος 105.000, που είχε κατακλύσει τις κερκίδες του Γουέμπλεϋ, οι δυο ομάδες παρατάχτηκαν στη σέντρα. Ο διαιτητής της συνάντησης, ο Ολλανδός Λέο Χορν, στις 2:15 μετά το μεσημέρι σφύριζε την έναρξη το αγώνα.
Μπίλλυ Ράιτ (αριστερά) και Φέρετς Πούσκας (δεξιά) ανταλλάσσουν τα καθιερωμένα αναμνηστικά λάβαρα πριν από την έναρξη του αγώνα υπό το βλέμμα του διαιτητή Λέο Χορν. |
Ένα λεπτό αργότερα με τους παίκτες παρατεταγμένους γύρω από τη σέντρα σφύριζε για να αρχίσει και πάλι το παιχνίδι με τους Άγγλους να κάνουν σέντρα. Ήταν επειδή Ναντόρ Χιντεγκούτι λίγα δευτερόλεπτα μετά την έναρξη του παιχνιδιού είχε ανοίξει το σκορ υπέρ της Ουγγαρίας, όταν η κρούση πυρός των Μαγυάρων με το “εναρκτήριο λάκτισμα’’ αιφνιδίασε το άκαμπτο αγγλικό WM.
Οι εναλλαγές θέσεων και οι ταχύτατες μεταβιβάσεις "με τη μία" των Χιντεγκούτι, Πούσκας και Κόσιτς έφερναν πανικό στην αγγλική άμυνα που δεν ήξεραν πού να μαρκάρουν. Παρ’ όλα αυτά, στο 13’ ο Σίγουελλ ισοφάρισε κάνοντας τους Άγγλους να πιστέψουν ότι ισορρόπησαν. Αλλά ένα δεύτερο γκολ από τον Χιντεγκούτι στο 20’ και δύο απανωτά από το Πούσκας στο 24’ και στο 27’ ανέβασαν τον δείκτη στο 4-1 και ήταν μόλις στο πρώτο μισάωρο της συνάντησης. Η “Χρυσή ομάδα” αποδείκνυε περίτρανα γιατί την αποκαλούσαν “χρυσή”.
Οι Άγγλοι, όμως, είναι Άγγλοι, μια ράτσα που δεν το βάζει εύκολα κάτω και οι διεθνείς, όχι μόνο δεν συσπειρώθηκαν για να περιορίσουν την έκταση του διαφαινόμενου διασυρμού, αλλά συνέχισαν να κυνηγάνε το σκορ. Ο 38χρονος Στάνλεϋ Μάτθιους κοντράριζε με τις μοναδικές του ντρίμπλες τους βιρτουόζους Ούγγρους ντριμπλέρ Πούσκας και Κότσις, ο έμπειρος Αλφ Ράμσεϋ στο δεξί της άμυνας περιόριζε τη δραστηριότητα του φημισμένου για τα τελειώματά του αριστερού εξτρέμ Ζόλταν Τσίμπορ, ενώ δεν παρέλειπε να μεταμορφώνεται σε φουλ μπακ με προσωπικές διεισδύσεις στα ουγγρικά καρέ.
Συνέπεια του ότι οι Άγγλοι παρά το βαρύ σε βάρος τους σκορ δεν εγκατέλειπαν τον αγώνα ήταν να μειωθεί η διαφορά στο 38’ από τον Μότερσεν και οι ομάδες να πάνε στα αποδυτήρια με σκορ 4-2 υπέρ των Ούγγρων. Έξι γκολ σε ένα ημίχρονο δεν ήταν κάτι που είχαν απολαύσει πολλές φορές οι Άγγλοι φίλαθλοι κι ας βρισκόταν η ομάδα τους πίσω στο σκορ με δυο γκολ διαφορά.
Δεν άλλαξε τίποτα στο δεύτερο ημίχρονο όσο αφορούσε στην εικόνα του ματς.
Η ουγγρική υπεροχή ήταν πλήρης. Τόσο στον τομέα της τεχνικής, όσο και στον τομέα της τακτικής η αγγλική ομάδα σταθερά προσπαθούσε να απαντήσει και όχι να βάλει σε δύσκολη θέση την ουγγρική άμυνα, που κακά τα ψέματα είχε περισσότερο επιθετικούς προσανατολισμούς, παρά έδινε σημασία στην κάλυψη των νώτων της. Σε ένα μίνι ξέσπασμα η Ουγγαρία έφτασε το σκορ στα ύψη της δικής της αποθέωσης και της συντριβής της αγγλικής. Ο Μπόζικ στο 50’ και ο Χιντεγκούτι στο 53’ κάνοντας ένα προσωπικό χατ τρικ, ολοκλήρωσαν τον ουγγρικό θρίαμβο ανεβάζοντας τον δείκτη το σκορ στο 6-2.
Το ότι ο Ράμσεϋ στο 57’ έκλεισε το σκορ σε 6-3 από το σημείο του πέναλτυ (στην ποινή είχε υποπέσει ο τερματοφύλακας Γκρόσιτς) δεν άλλαζε και σε πολλά πράγματα το γεγονός ότι η Αγγλία όχι μόνο έχανε για πρώτη φορά από ευρωπαϊκή ομάδα στο γήπεδό της, αλλά το ότι υπέστη την βαρύτερη ήττα της στην ιστορία της σε εντός έδρας αγώνα, έστω και επρόκειτο για φιλικό.
Το στατιστικό ότι η Ουγγαρία έκανε 35 σουτ προς την αγγλική εστία και η Αγγλία μόλις πέντε προς την ουγγρική, ίσως από μόνο του να τα λέει όλα. Οπότε, ο χαρακτηρισμός του αγώνα ως “ματς του αιώνα” δεν ευσταθεί επειδή μόνο και μόνο οι Άγγλοι το πάλεψαν στα μέτρα όχι των προσωπικών τους δυνατοτήτων, αλλά στην αντιπαράθεση των δυο ποδοσφαιρικών συστημάτων.
Οι συνθέσεις:
Αγγλία:
Τζιλ Μέρρικ, Αλφ Ράμσεϋ, Μπιλ Έκερσλι. Μπιλ Ράιτ (αρχηγός), Χάρυ Τζόνστον, Τζίμμυ Ντίκινσον, Στάνλεϋ Μάτθιους, Έρνι Τέιλορ, Σταν Μόρτενσεν, Τζάκυ Σίγουελ και Τζορτζ Ρομπ
Ουγγαρία:
Γκιούλα Γκρόσιτς (αρχηγός), Γενόι Μπουζάνσκι, Μιχάλυ Λάντος, Γίοζεφ Μπόζικ, Γκιούλα Λόραντ, Γιόζεφ Ζακαρίας, Λάζλο Μπουντάι, Σάντορ Κότσις, Νάντορ Χιντεγκούτι, Φέρεντς Πούσκας, Ζόλταν Τσίμπορ και Σάντορ Γκέλερ που αντικατέστησε από το 78ο λεπτό τον τερματοφύλακα Γκιούλα Γκρόσιτς
Από τους παραπάνω 23 ποδοσφαιριστές σήμερα ζουν οι Άγγλοι Τζάκι Σίγουελ και Τζορτζ Ρομπ, και από τους Ούγγρους ο Γιούλα Γκρόσιτς και Γενόι Μπουζάνσκι.
Υστερόγραφο: Στις 23 Μαΐου, λίγες βδομάδες πριν αρχίσει το 5ο Παγκόσμιο Κύπελλο στην Ελβετία, η εθνική Αγγλίας επισκέφτηκε τη Βουδαπέστη ελπίζοντας σε μια άτυπη ρεβάνς προκειμένου να αποδείξει ότι το 3-6 του Γουέμπλεϋ ήταν μια άτυχη παρένθεση στην ιστορία της. Και οι δύο ομάδες συμμετείχαν στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου και έδιναν τον τελευταίο φιλικό αγώνα της προετοιμασίας τους.
Στο Νεπστάντιον (Λαϊκό Στάδιο) μπροστά σε 92.000 θεατές οι δυο ομάδες παρατάχτηκαν στη σέντρα, όπου η μεν Ουγγαρία είχε μόνο μια αλλαγή σε σχέση με τον πρώτο τους αγώνα, ενώ η Αγγλία ήταν διαφοροποιημένη κατά 50% και πλέον (οι 6 από τους 11 ποδοσφαιριστές της σύνθεσής της).
Παρά τα φιλόδοξα όνειρα των Άγγλων, οι Ούγγροι όχι απλώς νίκησαν και πάλι, αλλά διέσυραν κυριολεκτικά τα “λιοντάρια” υποχρεώνοντάς τα να υποστούν την βαρύτερη ήττα στην ιστορία της Εθνικής Αγγλίας. Τελικό σκορ: 7-1 με τον χορό των γκολ να τον ανοίγει ο Λάντος στο 10’ και να τον κλείνει ο Πούσκας στο 71’ , ενώ κάποιο γκολ “τιμής” να το επιτυγχάνει ο Μπρόαντις στο 68’ .
Κείμενο: Γιώργος Βλάχος
ΤΟ ΦΙΛΜ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ
Ζουρνάλ με αγγλικό σχόλιο (2’00’’)
Τα γκολ (5’ )
Ολόκληρο το ματς (86’ )
Ολόκληρο το ματς και με ριπλέι με ουγγρικό σχολιασμό (
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου